-
1 сваливать
сваливать, свалить (опрокинуть) ρίχνω, γκρεμίζω; \сваливать ответственность на кого-л. ρίχνω την ευθύνη σε κάποιον* * *= свалить( опрокинуть) ρίχνω, γκρεμίζωсва́ливать отве́тственность на кого́-л. — ρίχνω την ευθύνη σε κάποιον
-
2 сваливать
сваливатьнесов1. (опрокидывать) ρίχνω χάμω, καταρρίπτω:\сваливать кого-л. с ног ρίχνω κάποιον κάτω·2. перен (свергать) разг ρίχνω·3. (в одно место) разг στοιβάζω:\сваливать в ку́чу σωριάζω, ρίχνω σωρό·4. перен разг ρίχνω:\сваливать вину́ на другого τά φορτώνω στήν καμπούρα ἄλλου· \сваливать на кого-л. ответственность ρίχνω τήν εὐθύνη σέ κάποιον \сваливать с больной головы на здоровую погов. ρίχνω τό σφάλμα μου σέ ἀλλον. -
3 валить
1. (лес) ρίχνωρίπτωυλοτομώ τα δέντρα2. (в кучу) σωρίζω 3. (вину на кого-л.) ρίχνω/ρίπτω την ευθύνη (σε κάποιον/κάποια).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > валить
-
4 пенять
ρ.δ. παραπονούμαι, μουρμουρίζω επικρίνω, ρίχνω το βάρος, την ευθύνη σε κάποιον.εκφρ.- яй на себя – ρίχνε το φταίξιμο στον εαυτό σου.
См. также в других словарях:
απερείδω — ἀπερείδω (Α) [ερείδω] 1. στηρίζω, προσηλώνω 2. προσηλώνομαι 3. μέσ. ακουμπώ, στηρίζομαι, βασίζομαι, επαναπαύομαι 4. (μέσ. με ενεργ. σημ.) α) στηρίζω, προσηλώνω (το ους, την χείρα, τας ελπίδας) β) κατευθύνω (οργήν είς τινα) γ) επιρρίπτω την… … Dictionary of Greek
αιτία — Το γεγονός, η αφορμή από την οποία προέρχεται κάποιο γεγονός ή μια μεταβολή. (Νομ.)Η κατηγορία, η καταγγελία για κάποιο αδίκημα και, σπάνια, το ίδιο το αδίκημα. Α. δικαιοπραξιών. Ο νομικός σκοπός που δικαιολογεί την κατάρτιση δικαιοπραξίας… … Dictionary of Greek
φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… … Dictionary of Greek